Dictionary of Greek. 2013.
μεγαληνορία — μεγαληνορία, δωρ. τ. μεγαλανορία, ἡ (Α) [μεγαλήνωρ] 1. μεγαλοφροσύνη, μεγαλοψυχία 2. περηφάνια … Dictionary of Greek